φιλοπράγμων

φιλοπράγμων
φιλοπράγμων
fond of business
masc/fem nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φιλοπράγμων — όπραγμον, ΜΑ 1. αυτός που τού αρέσει να ασχολείται με πολλά, πολυπράγμων, πολυάσχολος 2. (με αρνητική σημ.) αυτός που τού αρέσει να ανακατεύεται σε ξένες υποθέσεις, περίεργος, αδιάκριτος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόπραγμον η φιλοπραγμοσύνη.… …   Dictionary of Greek

  • φιλοπραγμόνων — φιλοπράγμων fond of business masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοπράγμον — φιλοπράγμων fond of business masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοπράγμονα — φιλοπράγμων fond of business masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοπράγμονας — φιλοπράγμων fond of business masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοπράγμονες — φιλοπράγμων fond of business masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοπράγμονι — φιλοπράγμων fond of business masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοπράγμονος — φιλοπράγμων fond of business masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοπράγμοσι — φιλοπράγμων fond of business masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοπράγμοσιν — φιλοπράγμων fond of business masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”